- ἐπηρτημένον
- ἐπαρτάωhang onperf part mp masc acc sg (attic ionic)ἐπαρτάωhang onperf part mp neut nom/voc/acc sg (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επαρτώ — ἐπαρτῶ, άω (Α) 1. αναρτώ, κρεμώ κάτι από κάπου ως φόβητρο 2. απειλώ, φοβερίζω 3. μέσ. ἐπαρτῶμαι α) κρεμώ πάνω ή από πάνω β) επικρέμαμαι, επίκειμαι, επαπειλώ 4. (ουδ. παθ. μτχ.) τὸ ἐπηρτημένον (τοὺ ζυγού) το προσαρτημένο μέρος ή το μέρος τού ζυγού … Dictionary of Greek